- σκόλασμα
- το, Νβλ. σχόλασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχόλασμα — και σκόλασμα, το, Ν [σχολάζω] 1. η προσωρινή διακοπή ή η οριστική παύση εργασίας ή μαθήματος 2. απόλυση από εργασία … Dictionary of Greek
σχόλασμα — σχόλασμα, το και σκόλασμα, το, ατος παύση ή διακοπή εργασίας ή μαθήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)